ἀράσσω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀράσσω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ἀράσσω
- (μεταβατικό) προσορμίζω
- (αμετάβατο) (κρητική λογοτεχνία) ορμώ, χυμάω
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Δ, στίχ. 1049 (στίχοι 1049-1052)
- Σαν κάνει ο λύκος εις τ’ αρνιά, όντε πεινά και ράσσει,
και πνίγει τα όπου κι αν τα βρει, και φτάνει τα όπου πάσι―
έτσι ήκανε ο Pωτόκριτος, ξετρέχοντας το νίκος.
Oι Bλάχοι τρέμουν σαν τ’ αρνιά, κ’ εκείνος είναι λύκος.
- Σαν κάνει ο λύκος εις τ’ αρνιά, όντε πεινά και ράσσει,
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Ε, στίχ. 1037 (στίχοι 1037-1038)
- Κι ως άνοιξε το στόμα του τ' άγριο θεριό ν' αράσσει,
να βάλω εγώ το χέρι μου, κ' εσέ να μη δαγκάσει.
- Κι ως άνοιξε το στόμα του τ' άγριο θεριό ν' αράσσει,
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Δ, στίχ. 1049 (στίχοι 1049-1052)
- (αμετάβατο) επιδιώκω
- (αμετάβατο) καταφεύγω
- (στην ενεργητική και μέση φωνή) αγκυροβολώ, προσορμίζομαι
- ※ 17ος αιώνας, ⌘ Λεηλασία της παροικίας της Πάρου, Κρητικό ποίημα, ανωνύμου, στίχ. 313 (στίχοι 313-314) σελ. 22
- Βλέποντας τό λοιπόν τό πώς ἐράξαν
τά κάτεργα στό πόρτο ὅλοι ἐτρομάξαν.
- Βλέποντας τό λοιπόν τό πώς ἐράξαν
- ※ 17ος αιώνας, ⌘ Λεηλασία της παροικίας της Πάρου, Κρητικό ποίημα, ανωνύμου, στίχ. 647 (στίχοι 647-648) σελ. 33
- καί ἄλλοι πάλι ἐράξα
μέ τό νερό καί τήν φωτιά ἐπλαντάξα.
- καί ἄλλοι πάλι ἐράξα
- ※ 17ος αιώνας, ⌘ Λεηλασία της παροικίας της Πάρου, Κρητικό ποίημα, ανωνύμου, στίχ. 313 (στίχοι 313-314) σελ. 22
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Ρηματικοί τύποι επεξεργασία
- ἀράσσει
- ράσσει
- 'ράσσουν
- 'ράσσουσι
- 'ράσσει
- ἐράξαν
- ἐράξα
- ἄρασσε
- ἄραξαν
- ἀράξουν
- ἀράσσαν
- ἐράξασι
- ἀράξω
- 'ράξει
- ἐραχτήκασιν
- ἀραμένος (μετοχή)
- 'ραμένος (μετοχή)
- 'ραμμένος (μετοχή)
Πηγές επεξεργασία
- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
- ἀράσσω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- Εμμανουήλ Κριαράς, Επετηρίδα Μεσαιωνικού Αρχείου: Η ρίμα θρηνητική του Ιωάννου Πικατόρου, σελ. 46, Λεηλασία της παροικίας της Πάρου. Κρητικό ποίημα του 17ου αιώνα, σελ. 40, Μεσαιωνικά Μελετήματα Γραμματεία και Γλώσσα Α΄, σελ. 204, Λεηλασία της παροικίας της Πάρου. Κρητικό ποίημα του 17ου αιώνα, σελ. 22, Λεηλασία της παροικίας της Πάρου. Κρητικό ποίημα του 17ου αιώνα, σελ. 27, Λεηλασία της παροικίας της Πάρου. Κρητικό ποίημα του 17ου αιώνα, σελ. 33, Λεηλασία της παροικίας της Πάρου. Κρητικό ποίημα του 17ου αιώνα, σελ. 44
- σελ. 168, Τόμος Γ', σελ. 169, Τόμος Γ' - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀράσσω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ἀράσσω
- (ως αποτέλεσμα έντονου χτυπήματος) σπάω, συνθλίβω
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 426 (στίχοι 424-426)
- Ἧος ὁ ταῦθ᾽ ὅρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, | τόφρα δέ μιν μέγα κῦμα φέρεν τρηχεῖαν ἐπ᾽ ἀκτήν. | ἔνθα κ᾽ ἀπὸ ῥινοὺς δρύφθη, σὺν δ᾽ ὀστέ᾽ ἀράχθη,
- Κι όπως ακόμη μες στα φρένα και τον νου του ανακινούσε τέτοιες σκέψεις, | μεγάλο κύμα τον παρέσυρε, τον έριξε στα βράχια της ακτής. | Τότε τις σάρκες του θα ξέσχιζε, τα κόκαλά του θα συντρίβονταν,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ἧος ὁ ταῦθ᾽ ὅρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, | τόφρα δέ μιν μέγα κῦμα φέρεν τρηχεῖαν ἐπ᾽ ἀκτήν. | ἔνθα κ᾽ ἀπὸ ῥινοὺς δρύφθη, σὺν δ᾽ ὀστέ᾽ ἀράχθη,
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 673 (στίχοι 673-675)
- ἀντικρὺ χρόα τε ῥήξω σύν τ᾽ ὀστέ᾽ ἀράξω. | κηδεμόνες δέ οἱ ἐνθάδ᾽ ἀολλέες αὖθι μενόντων, | οἵ κέ μιν ἐξοίσουσιν ἐμῇς ὑπὸ χερσὶ δαμέντα.»
- τες σάρκες θα του σχίσω εγώ, τα κόκαλα να σπάσω, | ώστε σιμά του ας στέκονται όσοι πονούν για κείνον | από τα χέρια νεκρόν εδώθε να τον πάρουν».
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀντικρὺ χρόα τε ῥήξω σύν τ᾽ ὀστέ᾽ ἀράξω. | κηδεμόνες δέ οἱ ἐνθάδ᾽ ἀολλέες αὖθι μενόντων, | οἵ κέ μιν ἐξοίσουσιν ἐμῇς ὑπὸ χερσὶ δαμέντα.»
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 426 (στίχοι 424-426)
- χτυπώ δυνατά, πλήττω με σφοδρότητα
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘Ησίοδος, Ἀσπὶς Ἡρακλέους, 364 (στίχοι 362-364)
- τρὶς μὲν ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ τυπεὶς ἠρείσατο γαίῃ | οὐταμένου σάκεος, τὸ δὲ τέτρατον ἤλασα μηρὸν | παντὶ μένει σπεύδων, διὰ δὲ μέγα σαρκὸς ἄραξα·
- Τρεις χτυπημένος απ᾽ το δόρυ μου φορές στο χώμα ακούμπησε | μ᾽ ασπίδα λαβωμένη, την τέταρτη το μερί του τρύπησα | μ᾽ όλη μου την μανία ορμώντας και του ᾽σκισα ως βαθιά τη σάρκα.
- Μετάφραση (2001), Σταύρος Γκιργκένης @greek‑language.gr
- τρὶς μὲν ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ τυπεὶς ἠρείσατο γαίῃ | οὐταμένου σάκεος, τὸ δὲ τέτρατον ἤλασα μηρὸν | παντὶ μένει σπεύδων, διὰ δὲ μέγα σαρκὸς ἄραξα·
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1276 (1275-1276)
- τοιαῦτ᾽ ἐφυμνῶν πολλάκις τε κοὐχ ἅπαξ | ἤρασσε περόναις βλέφαρα.
- Παραληρούσε, καταριόταν και προσεύχονταν κι απανωτά πολλές φορές | με τις αγκράφες τρύπαγε τα βλέφαρα
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- Τέτοια έψαλλε κι όλο ξανά και πάλι | σηκώνοντας το χέρι του χτυπούσε τα βλέφαρά του,
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- Παραληρούσε, καταριόταν και προσεύχονταν κι απανωτά πολλές φορές | με τις αγκράφες τρύπαγε τα βλέφαρα
- τοιαῦτ᾽ ἐφυμνῶν πολλάκις τε κοὐχ ἅπαξ | ἤρασσε περόναις βλέφαρα.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘Ησίοδος, Ἀσπὶς Ἡρακλέους, 364 (στίχοι 362-364)
- συντρίβω , συγκρούω
- (+ δοτική) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, προσβάλλω κάποιον με ύβρεις και λοιδορίες
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 374 (374-376)
- κἀγὼ χολωθεὶς εὐθὺς ἤρασσον κακοῖς | τοῖς πᾶσιν, οὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος, | εἰ τἀμὰ κεῖνος ὅπλ᾽ ἀφαιρήσοιτό με.
- Μ᾽ άφρισα εγώ κι ευτύς σού τον αρχίζω | μ᾽ όλες του κόσμου τις βρισιές, χωρίς καμιά ν᾽ αφήσω, | που καλά και σώνει θα μου ᾽παιρνε τ᾽ άρματα τα δικά μου.
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- κἀγὼ χολωθεὶς εὐθὺς ἤρασσον κακοῖς | τοῖς πᾶσιν, οὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος, | εἰ τἀμὰ κεῖνος ὅπλ᾽ ἀφαιρήσοιτό με.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 374 (374-376)
- (στην παθητική φωνή) καταρρίπτομαι πάνω σε, εκσφενδονίζομαι
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 460 (459-461)
- πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν | πέτροισιν ἠράσσοντο, τοξικῆς τ᾽ ἄπο | θώμιγγος ἰοὶ προσπίτνοντες ὤλλυσαν·
- γιατί βροχή απ᾽ τα χέρια τους πέφτοντας πέτρες | κι από των τόξων τις νευρές βέλη χαλάζι | το θάνατο σκορπούσανε·
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν | πέτροισιν ἠράσσοντο, τοξικῆς τ᾽ ἄπο | θώμιγγος ἰοὶ προσπίτνοντες ὤλλυσαν·
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 460 (459-461)
- (στην παθητική φωνή) (για πράγματα) κτυπώ το ένα με το άλλο
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- ἀράσσω στέρνα: χτυπώ τα στήθη μου, θρηνώ
- ἀράσσω κρᾶτα: χτυπώ το κεφάλι μου, θρηνώ
- ἀράσσω ὄψεις: τυφλώνομαι
- → δείτε παράθεμα στο ἀράξας
- ἀράσσω πέτροις: λιθοβολώ
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 327 (325-327)
- ἀλλ᾽, εἰ φύγοι τις, ἅτεροι προσκείμενοι | ἔβαλλον αὐτούς· εἰ δὲ τούσδ᾽ ὠσαίατο, | αὖθις τὸ νῦν ὑπεῖκον ἤρασσεν πέτροις.
- Μα αν φεύγαν μερικοί, ζυγώνανε άλλοι | και ρίχνανε· αν αυτούς μπροστά τούς βάζαν, | όσοι είχαν φύγει πριν ξαναρχινούσαν το πετροβολητό·
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽, εἰ φύγοι τις, ἅτεροι προσκείμενοι | ἔβαλλον αὐτούς· εἰ δὲ τούσδ᾽ ὠσαίατο, | αὖθις τὸ νῦν ὑπεῖκον ἤρασσεν πέτροις.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 327 (325-327)
Κλίση επεξεργασία
Ρηματικοί τύποι:
- ποιητικός τύπος: παρατ. ἀράσσεσκον
- δωρικός τύπος : μελλ. ἀραξῶ
- επικός και δωρικός τύπος : αόρ. ἄραξα
- επικός τύπος : παθητική φωνή αόρ. ἀράχθην
Πηγές επεξεργασία
- ἀράσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀράσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.