Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσαράσσω (ελληνιστική κοινή) < προσ- + αρχαία ελληνική ἀράσσω / ἀράττω

  Ρήμα επεξεργασία

προσαράσσω

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία