προσορμίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσορμίζομαι < αρχαία ελληνική προσορμίζομαι < πρός + ὅρμος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαπροσορμίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προσορμίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσορμίζομαι | προσορμιζόμουν(α) | θα προσορμίζομαι | να προσορμίζομαι | ||
β' ενικ. | προσορμίζεσαι | προσορμιζόσουν(α) | θα προσορμίζεσαι | να προσορμίζεσαι | (προσορμίζου) | |
γ' ενικ. | προσορμίζεται | προσορμιζόταν(ε) | θα προσορμίζεται | να προσορμίζεται | ||
α' πληθ. | προσορμιζόμαστε | προσορμιζόμαστε προσορμιζόμασταν |
θα προσορμιζόμαστε | να προσορμιζόμαστε | ||
β' πληθ. | προσορμίζεστε | προσορμιζόσαστε προσορμιζόσασταν |
θα προσορμίζεστε | να προσορμίζεστε | (προσορμίζεστε) | |
γ' πληθ. | προσορμίζονται | προσορμίζονταν προσορμιζόντουσαν |
θα προσορμίζονται | να προσορμίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσορμίστηκα | θα προσορμιστώ | να προσορμιστώ | προσορμιστεί | ||
β' ενικ. | προσορμίστηκες | θα προσορμιστείς | να προσορμιστείς | προσορμίσου | ||
γ' ενικ. | προσορμίστηκε | θα προσορμιστεί | να προσορμιστεί | |||
α' πληθ. | προσορμιστήκαμε | θα προσορμιστούμε | να προσορμιστούμε | |||
β' πληθ. | προσορμιστήκατε | θα προσορμιστείτε | να προσορμιστείτε | προσορμιστείτε | ||
γ' πληθ. | προσορμίστηκαν προσορμιστήκαν(ε) |
θα προσορμιστούν(ε) | να προσορμιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσορμιστεί | είχα προσορμιστεί | θα έχω προσορμιστεί | να έχω προσορμιστεί | προσορμισμένος | |
β' ενικ. | έχεις προσορμιστεί | είχες προσορμιστεί | θα έχεις προσορμιστεί | να έχεις προσορμιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσορμιστεί | είχε προσορμιστεί | θα έχει προσορμιστεί | να έχει προσορμιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσορμιστεί | είχαμε προσορμιστεί | θα έχουμε προσορμιστεί | να έχουμε προσορμιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσορμιστεί | είχατε προσορμιστεί | θα έχετε προσορμιστεί | να έχετε προσορμιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσορμιστεί | είχαν προσορμιστεί | θα έχουν προσορμιστεί | να έχουν προσορμιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσορμίζομαι
|