ὅρμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὅρμος | οἱ | ὅρμοι |
γενική | τοῦ | ὅρμου | τῶν | ὅρμων |
δοτική | τῷ | ὅρμῳ | τοῖς | ὅρμοις |
αιτιατική | τὸν | ὅρμον | τοὺς | ὅρμους |
κλητική ὦ! | ὅρμε | ὅρμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὅρμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὅρμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὅρμος < εἲρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὅρμος αρσενικό
- αλυσίδα
- γενικά κάτι που δημιουργεί αρμαθιά
- κυκλικός χορός
- το αγκυροβόλιο
- (μεταφορικά) λιμάνι στο οποίο υπάρχει προστασία
Πηγές
επεξεργασία- ὅρμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὅρμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.