• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

όρμος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όρμος οι όρμοι
      γενική του όρμου των όρμων
    αιτιατική τον όρμο τους όρμους
     κλητική όρμε όρμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
όρμος < αρχαία ελληνική ὅρμος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

όρμος αρσενικό

  • μικρή σχετικά και κλειστή εσοχή της ξηράς που σχηματίζει ένα φυσικό λιμάνι

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • κολπίσκος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ορμίσκος
  • προσορμίζω
  • προσόρμιση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    όρμος
  • αγγλικά : cove (en)
  • γαλλικά : rade (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=όρμος&oldid=5500177"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 04:03

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 04:03.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας