ορμίσκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ορμίσκος | οι | ορμίσκοι |
γενική | του | ορμίσκου | των | ορμίσκων |
αιτιατική | τον | ορμίσκο | τους | ορμίσκους |
κλητική | ορμίσκε | ορμίσκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορμίσκος < όρμος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορμίσκος αρσενικό