Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cove (en)

  1. σπήλαιο, όρμος, λιμανάκι, αραξοβόλι
  2. χαράδρα, φαράγγι
  3. (αρχιτεκτονική) αψίδα, καμάρα, θόλος

Καταλανικά (ca) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cove (ca) < λατινική λέξη cophinus < μεσαιωνική ελληνική λέξη κοφίνιν < αρχαία ελληνική κόφινος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cove (ca) αρσενικό

  1. μεγάλο καλάθι