λιμανάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιμανάκι | τα | λιμανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | λιμανάκι | τα | λιμανάκια |
κλητική | λιμανάκι | λιμανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λιμανάκι < λιμάνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιμανάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του λιμάνι