χυμάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χυμάω < χυμ(ώ) + -άω < αμάρτυρος μεσαιωνικός τύπος *χυμῶ (που προκύπτει από το χουμῶ με τροπή [i] > [u] λόγω της επίδρασης του [m]) < πιθανόν αρχαία ελληνική χύμα (ρευστό, κάτι που χύνεται) [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çiˈma.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χυ‐μά‐ω
- ομόηχο: χιμάω
Ρήμα
επεξεργασίαχυμάω/χυμώ, αόρ.: χύμηξα (χωρίς παθητική φωνή)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χυμάω - χυμώ | χυμούσα | θα χυμάω - χυμώ | να χυμάω - χυμώ | χυμώντας | |
β' ενικ. | χυμάς | χυμούσες | θα χυμάς | να χυμάς | χύμα - χύμαγε | |
γ' ενικ. | χυμάει - χυμά | χυμούσε | θα χυμάει - χυμά | να χυμάει - χυμά | ||
α' πληθ. | χυμάμε - χυμούμε | χυμούσαμε | θα χυμάμε - χυμούμε | να χυμάμε - χυμούμε | ||
β' πληθ. | χυμάτε | χυμούσατε | θα χυμάτε | να χυμάτε | χυμάτε | |
γ' πληθ. | χυμάν(ε) - χυμούν(ε) | χυμούσαν(ε) | θα χυμάν(ε) - χυμούν(ε) | να χυμάν(ε) - χυμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χύμηξα | θα χυμήξω | να χυμήξω | χυμήξει | ||
β' ενικ. | χύμηξες | θα χυμήξεις | να χυμήξεις | χύμα - χύμηξε | ||
γ' ενικ. | χύμηξε | θα χυμήξει | να χυμήξει | |||
α' πληθ. | χυμήξαμε | θα χυμήξουμε | να χυμήξουμε | |||
β' πληθ. | χυμήξατε | θα χυμήξετε | να χυμήξετε | χυμήξτε | ||
γ' πληθ. | χύμηξαν χυμήξαν(ε) |
θα χυμήξουν(ε) | να χυμήξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χυμήξει | είχα χυμήξει | θα έχω χυμήξει | να έχω χυμήξει | ||
β' ενικ. | έχεις χυμήξει | είχες χυμήξει | θα έχεις χυμήξει | να έχεις χυμήξει | ||
γ' ενικ. | έχει χυμήξει | είχε χυμήξει | θα έχει χυμήξει | να έχει χυμήξει | ||
α' πληθ. | έχουμε χυμήξει | είχαμε χυμήξει | θα έχουμε χυμήξει | να έχουμε χυμήξει | ||
β' πληθ. | έχετε χυμήξει | είχατε χυμήξει | θα έχετε χυμήξει | να έχετε χυμήξει | ||
γ' πληθ. | έχουν χυμήξει | είχαν χυμήξει | θα έχουν χυμήξει | να έχουν χυμήξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ χυμώ χυμάω, χιμώ χιμάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «χυμώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.