Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χυμάω < χυμ(ώ) + -άω < αμάρτυρος μεσαιωνικός τύπος *χυμῶ (που προκύπτει από το χουμῶ με τροπή [i] > [u] λόγω της επίδρασης του [m]) < πιθανόν αρχαία ελληνική χύμα (ρευστό, κάτι που χύνεται) [1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çiˈma.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χυ‐μά‐ω
ομόηχο: χιμάω

  Ρήμα επεξεργασία

χυμάω/χυμώ, αόρ.: χύμηξα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ορμάω, επιτίθεμαι με ορμή
  2. (μεταφορικά) επιτίθεμαι λεκτικά

Άλλες γραφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. χυμώ χυμάω, χιμώ χιμάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «χυμώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.