χιμάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çiˈma.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χι‐μά‐ω
- ομόηχο: χυμάω
Ρήμα
επεξεργασίαχιμάω/χιμώ, αόρ.: χίμηξα (χωρίς παθητική φωνή)
- απλοποιημένη γραφή του χυμάω
- ※ Κάποιοι γέλασαν, άλλοι σάστισαν, ένας θύμωσε και χίμηξε στο δράστη, οι σαστισμένοι ακολούθησαν. Το κίνημα της μπανάνας, Ελευθεροτυπία, 29 Απριλίου 2014
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χιμάω - χιμώ | χιμούσα | θα χιμάω - χιμώ | να χιμάω - χιμώ | χιμώντας | |
β' ενικ. | χιμάς | χιμούσες | θα χιμάς | να χιμάς | χίμα - χίμαγε | |
γ' ενικ. | χιμάει - χιμά | χιμούσε | θα χιμάει - χιμά | να χιμάει - χιμά | ||
α' πληθ. | χιμάμε - χιμούμε | χιμούσαμε | θα χιμάμε - χιμούμε | να χιμάμε - χιμούμε | ||
β' πληθ. | χιμάτε | χιμούσατε | θα χιμάτε | να χιμάτε | χιμάτε | |
γ' πληθ. | χιμάν(ε) - χιμούν(ε) | χιμούσαν(ε) | θα χιμάν(ε) - χιμούν(ε) | να χιμάν(ε) - χιμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χίμηξα | θα χιμήξω | να χιμήξω | χιμήξει | ||
β' ενικ. | χίμηξες | θα χιμήξεις | να χιμήξεις | χίμα - χίμηξε | ||
γ' ενικ. | χίμηξε | θα χιμήξει | να χιμήξει | |||
α' πληθ. | χιμήξαμε | θα χιμήξουμε | να χιμήξουμε | |||
β' πληθ. | χιμήξατε | θα χιμήξετε | να χιμήξετε | χιμήξτε | ||
γ' πληθ. | χίμηξαν χιμήξαν(ε) |
θα χιμήξουν(ε) | να χιμήξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χιμήξει | είχα χιμήξει | θα έχω χιμήξει | να έχω χιμήξει | ||
β' ενικ. | έχεις χιμήξει | είχες χιμήξει | θα έχεις χιμήξει | να έχεις χιμήξει | ||
γ' ενικ. | έχει χιμήξει | είχε χιμήξει | θα έχει χιμήξει | να έχει χιμήξει | ||
α' πληθ. | έχουμε χιμήξει | είχαμε χιμήξει | θα έχουμε χιμήξει | να έχουμε χιμήξει | ||
β' πληθ. | έχετε χιμήξει | είχατε χιμήξει | θα έχετε χιμήξει | να έχετε χιμήξει | ||
γ' πληθ. | έχουν χιμήξει | είχαν χιμήξει | θα έχουν χιμήξει | να έχουν χιμήξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χιμάω
|