απλοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απλοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απλοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
απλοποιημένος, -η, -ο
- που έχει απλοποιηθεί
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απλοποιημένος