λοιδορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λοιδορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λοιδορία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλοιδορία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λοιδορίᾱ | αἱ | λοιδορίαι |
γενική | τῆς | λοιδορίᾱς | τῶν | λοιδοριῶν |
δοτική | τῇ | λοιδορίᾳ | ταῖς | λοιδορίαις |
αιτιατική | τὴν | λοιδορίᾱν | τὰς | λοιδορίᾱς |
κλητική ὦ! | λοιδορίᾱ | λοιδορίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λοιδορίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λοιδορίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λοιδορία < λοιδορ(έω) + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλοιδορία θηλυκό
- όπως λοιδορία
- ※ ἐκ της διαβολής ἡ λοιδορία ἐκ δέ ταύτης ἡ μάχη. (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια)
Πηγές
επεξεργασία- λοιδορία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λοιδορία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.