άραγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άραγμα | τα | αράγματα |
γενική | του | αράγματος | των | αραγμάτων |
αιτιατική | το | άραγμα | τα | αράγματα |
κλητική | άραγμα | αράγματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
άραγμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αράζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άραγμα
|