Δείτε επίσης: ἄραγμα, άρπαγμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άραγμα τα αράγματα
      γενική του αράγματος των αραγμάτων
    αιτιατική το άραγμα τα αράγματα
     κλητική άραγμα αράγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άραγμα < αράζω + -μα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.ɾaɣ.ma/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άραγμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία