άρπαγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άρπαγμα < (ελληνιστική κοινή) ἅρπαγμα < αρχαία ελληνική ἁρπάζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈaɾ.paɣ.ma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
άρπαγμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αρπάζω
- (μεταφορικά) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του αρπάζομαι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αρπάζω