Δείτε επίσης: άραγμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άρπαγμα τα αρπάγματα
      γενική του αρπάγματος των αρπαγμάτων
    αιτιατική το άρπαγμα τα αρπάγματα
     κλητική άρπαγμα αρπάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άρπαγμα < (ελληνιστική κοινήἅρπαγμα < αρχαία ελληνική ἁρπάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈaɾ.paɣ.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άρπαγμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αρπάζω
    άλλες μορφές: αρπαγή
     συνώνυμα: γράπωμα, πιάσιμο
  2. (μεταφορικά) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του αρπάζομαι
     συνώνυμα: καβγάς, λογομαχία, μάλωμα, συμπλοκή, τσάκωμα, τσακωμός, φιλονικία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία