↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσάκωμα τα τσακώματα
      γενική του τσακώματος των τσακωμάτων
    αιτιατική το τσάκωμα τα τσακώματα
     κλητική τσάκωμα τσακώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
  1. τσάκωμα έννοια: σύλληψη < τσακώ(νω) + -μα
  2. τσάκωμα έννοια: καβγάς < τσακώ(νομαι) + -μα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈt͡sa.ko.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσά‐κω‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσάκωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του τσακώνω, το να κάνεις κάποιον τσακωτό
     συνώνυμα: η σύλληψη
  2. η ενέργεια του τσακώνομαι (συνήθως στον πληθυντικό: τσακώματα)
     συνώνυμα: τσακωμός, διαπληκτισμός, καβγάς, → δείτε και τη λέξη συμπλοκή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία