τσακωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τσακωτός | η | τσακωτή | το | τσακωτό |
γενική | του | τσακωτού | της | τσακωτής | του | τσακωτού |
αιτιατική | τον | τσακωτό | την | τσακωτή | το | τσακωτό |
κλητική | τσακωτέ | τσακωτή | τσακωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τσακωτοί | οι | τσακωτές | τα | τσακωτά |
γενική | των | τσακωτών | των | τσακωτών | των | τσακωτών |
αιτιατική | τους | τσακωτούς | τις | τσακωτές | τα | τσακωτά |
κλητική | τσακωτοί | τσακωτές | τσακωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσακωτός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσακωτός, (ρηματικό επίθετο) (τσακώ(νω) + -τός)
Επίθετο
επεξεργασίατσακωτός, -ή, -ό
- (λαϊκό) που συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρω, που πιάνεται στα πράσα
Εκφράσεις
επεξεργασία- γίνομαι τσακωτός
- κάνω τσακωτό κάποιον
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τσακωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τσακωτός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)