Δείτε επίσης: Τσακωτός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσακωτός η τσακωτή το τσακωτό
      γενική του τσακωτού της τσακωτής του τσακωτού
    αιτιατική τον τσακωτό την τσακωτή το τσακωτό
     κλητική τσακωτέ τσακωτή τσακωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσακωτοί οι τσακωτές τα τσακωτά
      γενική των τσακωτών των τσακωτών των τσακωτών
    αιτιατική τους τσακωτούς τις τσακωτές τα τσακωτά
     κλητική τσακωτοί τσακωτές τσακωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσακωτός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσακωτός, (ρηματικό επίθετο) (τσακώ(νω) + -τός)

  Επίθετο

επεξεργασία

τσακωτός, -ή, -ό

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία