Ετυμολογία

επεξεργασία
προσαράζω < μεταπλ. τύπος του ελνστ. προσαράσσω

προσαράζω

  1. (για πλοίο) προσκρούω σε βράχια ή καθίζω σε ρηχά νερά
  2. ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία