Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

προσαράζω < λείπει η ετυμολογία

μεταπλ. τύπος του ελνστ. προσαράσσω

  ΡήμαΕπεξεργασία

προσαράζω

  1. (για πλοίο) προσκρούω σε βράχια ή καθίζω σε ρηχά νερά
  2. ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία