προσαράζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσαράζω < → λείπει η ετυμολογία
μεταπλ. τύπος του ελνστ. προσαράσσω
Ρήμα επεξεργασία
προσαράζω
- (για πλοίο) προσκρούω σε βράχια ή καθίζω σε ρηχά νερά
- ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσαράζω