αραγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αράζω
Μετοχή
επεξεργασίααραγμένος, -η, -ο
- που έχει αράξει
- τα πλοία είναι αραγμένα στο βάθος του κόλπου
- (μεταφορικά) που είναι καθισμένος και ήρεμος
- τον βρήκα αραγμένο στο καφενείο