Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συγγενικά
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καθισμέν
ος
η
καθισμέν
η
το
καθισμέν
ο
γενική
του
καθισμέν
ου
της
καθισμέν
ης
του
καθισμέν
ου
αιτιατική
τον
καθισμέν
ο
την
καθισμέν
η
το
καθισμέν
ο
κλητική
καθισμέν
ε
καθισμέν
η
καθισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καθισμέν
οι
οι
καθισμέν
ες
τα
καθισμέν
α
γενική
των
καθισμέν
ων
των
καθισμέν
ων
των
καθισμέν
ων
αιτιατική
τους
καθισμέν
ους
τις
καθισμέν
ες
τα
καθισμέν
α
κλητική
καθισμέν
οι
καθισμέν
ες
καθισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καθισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καθίζω
&
κάθομαι
Συγγενικά
επεξεργασία
καθήμενος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθισμένος
αγγλικά
:
seated
(en)
γαλλικά
:
assis
(fr)
πολωνικά
:
siedzący
(pl)