παρκάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαρκάρω, αόρ.: πάρκαρα/παρκάρισα, παθ.φωνή: παρκάρομαι, π.αόρ.: παρκαρίστηκα, μτχ.π.π.: παρκαρισμένος
- σταθμεύω όχημα
- άλλες μορφές: παρκέρνω (λαϊκότροπο)
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρκάρω | πάρκαρα | θα παρκάρω | να παρκάρω | παρκάροντας | |
β' ενικ. | παρκάρεις | πάρκαρες | θα παρκάρεις | να παρκάρεις | πάρκαρε | |
γ' ενικ. | παρκάρει | πάρκαρε | θα παρκάρει | να παρκάρει | ||
α' πληθ. | παρκάρουμε | παρκάραμε | θα παρκάρουμε | να παρκάρουμε | ||
β' πληθ. | παρκάρετε | παρκάρατε | θα παρκάρετε | να παρκάρετε | παρκάρετε | |
γ' πληθ. | παρκάρουν(ε) | πάρκαραν παρκάραν(ε) |
θα παρκάρουν(ε) | να παρκάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρκάρισα | θα παρκαρίσω | να παρκαρίσω | παρκαρίσει | ||
β' ενικ. | παρκάρισες | θα παρκαρίσεις | να παρκαρίσεις | παρκάρισε | ||
γ' ενικ. | παρκάρισε | θα παρκαρίσει | να παρκαρίσει | |||
α' πληθ. | παρκαρίσαμε | θα παρκαρίσουμε | να παρκαρίσουμε | |||
β' πληθ. | παρκαρίσατε | θα παρκαρίσετε | να παρκαρίσετε | παρκαρίστε | ||
γ' πληθ. | παρκάρισαν παρκαρίσαν(ε) |
θα παρκαρίσουν(ε) | να παρκαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρκαρίσει | είχα παρκαρίσει | θα έχω παρκαρίσει | να έχω παρκαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρκαρίσει | είχες παρκαρίσει | θα έχεις παρκαρίσει | να έχεις παρκαρίσει | έχε παρκαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει παρκαρίσει | είχε παρκαρίσει | θα έχει παρκαρίσει | να έχει παρκαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρκαρίσει | είχαμε παρκαρίσει | θα έχουμε παρκαρίσει | να έχουμε παρκαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρκαρίσει | είχατε παρκαρίσει | θα έχετε παρκαρίσει | να έχετε παρκαρίσει | έχετε παρκαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν παρκαρίσει | είχαν παρκαρίσει | θα έχουν παρκαρίσει | να έχουν παρκαρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παρκαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παρκαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παρκαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παρκαρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρκάρομαι | παρκαρόμουν(α) | θα παρκάρομαι | να παρκάρομαι | ||
β' ενικ. | παρκάρεσαι | παρκαρόσουν(α) | θα παρκάρεσαι | να παρκάρεσαι | παρκάρου | |
γ' ενικ. | παρκάρεται | παρκαρόταν(ε) | θα παρκάρεται | να παρκάρεται | ||
α' πληθ. | παρκαρόμαστε | παρκαρόμαστε παρκαρόμασταν |
θα παρκαρόμαστε | να παρκαρόμαστε | ||
β' πληθ. | παρκάρεστε | παρκαρόσαστε παρκαρόσασταν |
θα παρκάρεστε | να παρκάρεστε | παρκάρεστε | |
γ' πληθ. | παρκάρονται | παρκάρονταν παρκαρόντουσαν |
θα παρκάρονται | να παρκάρονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρκαρίστηκα | θα παρκαριστώ | να παρκαριστώ | παρκαριστεί | ||
β' ενικ. | παρκαρίστηκες | θα παρκαριστείς | να παρκαριστείς | παρκαρίσου | ||
γ' ενικ. | παρκαρίστηκε | θα παρκαριστεί | να παρκαριστεί | |||
α' πληθ. | παρκαριστήκαμε | θα παρκαριστούμε | να παρκαριστούμε | |||
β' πληθ. | παρκαριστήκατε | θα παρκαριστείτε | να παρκαριστείτε | παρκαριστείτε | ||
γ' πληθ. | παρκαρίστηκαν παρκαριστήκαν(ε) |
θα παρκαριστούν(ε) | να παρκαριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρκαριστεί | είχα παρκαριστεί | θα έχω παρκαριστεί | να έχω παρκαριστεί | παρκαρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις παρκαριστεί | είχες παρκαριστεί | θα έχεις παρκαριστεί | να έχεις παρκαριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρκαριστεί | είχε παρκαριστεί | θα έχει παρκαριστεί | να έχει παρκαριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρκαριστεί | είχαμε παρκαριστεί | θα έχουμε παρκαριστεί | να έχουμε παρκαριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρκαριστεί | είχατε παρκαριστεί | θα έχετε παρκαριστεί | να έχετε παρκαριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρκαριστεί | είχαν παρκαριστεί | θα έχουν παρκαριστεί | να έχουν παρκαριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι παρκαρισμένος - είμαστε, είστε, είναι παρκαρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν παρκαρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν παρκαρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι παρκαρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι παρκαρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι παρκαρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι παρκαρισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ παρκάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας