Ετυμολογία

επεξεργασία

παρκάρω, αόρ.: πάρκαρα/παρκάρισα, παθ.φωνή: παρκάρομαι, π.αόρ.: παρκαρίστηκα, μτχ.π.π.: παρκαρισμένος

Παράγωγα

επεξεργασία
  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: πάρκαρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: παρκάρω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία