Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρκαρισμένος η παρκαρισμένη το παρκαρισμένο
      γενική του παρκαρισμένου της παρκαρισμένης του παρκαρισμένου
    αιτιατική τον παρκαρισμένο την παρκαρισμένη το παρκαρισμένο
     κλητική παρκαρισμένε παρκαρισμένη παρκαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρκαρισμένοι οι παρκαρισμένες τα παρκαρισμένα
      γενική των παρκαρισμένων των παρκαρισμένων των παρκαρισμένων
    αιτιατική τους παρκαρισμένους τις παρκαρισμένες τα παρκαρισμένα
     κλητική παρκαρισμένοι παρκαρισμένες παρκαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρκάρω

  Μετοχή επεξεργασία

παρκαρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία