διπλοπαρκάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.plo.parˈka.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐πλο‐παρ‐κά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίαδιπλοπαρκάρω, αόρ.: διπλοπαρκάρισα/διπλοπάρκαρα, παθ.φωνή: διπλοπαρκάρομαι, π.αόρ.: διπλοπαρκαρίστηκα, μτχ.π.π.: διπλοπαρκαρισμένος
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: διπλοπάρκαρα
- Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: διπλοπαρκάρω
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διπλοπαρκάρω | διπλοπάρκαρα | θα διπλοπαρκάρω | να διπλοπαρκάρω | διπλοπαρκάροντας | |
β' ενικ. | διπλοπαρκάρεις | διπλοπάρκαρες | θα διπλοπαρκάρεις | να διπλοπαρκάρεις | διπλοπάρκαρε | |
γ' ενικ. | διπλοπαρκάρει | διπλοπάρκαρε | θα διπλοπαρκάρει | να διπλοπαρκάρει | ||
α' πληθ. | διπλοπαρκάρουμε | διπλοπαρκάραμε | θα διπλοπαρκάρουμε | να διπλοπαρκάρουμε | ||
β' πληθ. | διπλοπαρκάρετε | διπλοπαρκάρατε | θα διπλοπαρκάρετε | να διπλοπαρκάρετε | διπλοπαρκάρετε | |
γ' πληθ. | διπλοπαρκάρουν(ε) | διπλοπάρκαραν διπλοπαρκάραν(ε) |
θα διπλοπαρκάρουν(ε) | να διπλοπαρκάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διπλοπαρκάρισα | θα διπλοπαρκαρίσω | να διπλοπαρκαρίσω | διπλοπαρκαρίσει | ||
β' ενικ. | διπλοπαρκάρισες | θα διπλοπαρκαρίσεις | να διπλοπαρκαρίσεις | διπλοπαρκάρισε | ||
γ' ενικ. | διπλοπαρκάρισε | θα διπλοπαρκαρίσει | να διπλοπαρκαρίσει | |||
α' πληθ. | διπλοπαρκαρίσαμε | θα διπλοπαρκαρίσουμε | να διπλοπαρκαρίσουμε | |||
β' πληθ. | διπλοπαρκαρίσατε | θα διπλοπαρκαρίσετε | να διπλοπαρκαρίσετε | διπλοπαρκαρίστε | ||
γ' πληθ. | διπλοπαρκάρισαν διπλοπαρκαρίσαν(ε) |
θα διπλοπαρκαρίσουν(ε) | να διπλοπαρκαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διπλοπαρκαρίσει | είχα διπλοπαρκαρίσει | θα έχω διπλοπαρκαρίσει | να έχω διπλοπαρκαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διπλοπαρκαρίσει | είχες διπλοπαρκαρίσει | θα έχεις διπλοπαρκαρίσει | να έχεις διπλοπαρκαρίσει | έχε διπλοπαρκαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει διπλοπαρκαρίσει | είχε διπλοπαρκαρίσει | θα έχει διπλοπαρκαρίσει | να έχει διπλοπαρκαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διπλοπαρκαρίσει | είχαμε διπλοπαρκαρίσει | θα έχουμε διπλοπαρκαρίσει | να έχουμε διπλοπαρκαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διπλοπαρκαρίσει | είχατε διπλοπαρκαρίσει | θα έχετε διπλοπαρκαρίσει | να έχετε διπλοπαρκαρίσει | έχετε διπλοπαρκαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν διπλοπαρκαρίσει | είχαν διπλοπαρκαρίσει | θα έχουν διπλοπαρκαρίσει | να έχουν διπλοπαρκαρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διπλοπαρκαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διπλοπαρκαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διπλοπαρκαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διπλοπαρκαρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διπλοπαρκάρομαι | διπλοπαρκαρόμουν(α) | θα διπλοπαρκάρομαι | να διπλοπαρκάρομαι | ||
β' ενικ. | διπλοπαρκάρεσαι | διπλοπαρκαρόσουν(α) | θα διπλοπαρκάρεσαι | να διπλοπαρκάρεσαι | διπλοπαρκάρου | |
γ' ενικ. | διπλοπαρκάρεται | διπλοπαρκαρόταν(ε) | θα διπλοπαρκάρεται | να διπλοπαρκάρεται | ||
α' πληθ. | διπλοπαρκαρόμαστε | διπλοπαρκαρόμαστε διπλοπαρκαρόμασταν |
θα διπλοπαρκαρόμαστε | να διπλοπαρκαρόμαστε | ||
β' πληθ. | διπλοπαρκάρεστε | διπλοπαρκαρόσαστε διπλοπαρκαρόσασταν |
θα διπλοπαρκάρεστε | να διπλοπαρκάρεστε | διπλοπαρκάρεστε | |
γ' πληθ. | διπλοπαρκάρονται | διπλοπαρκάρονταν διπλοπαρκαρόντουσαν |
θα διπλοπαρκάρονται | να διπλοπαρκάρονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διπλοπαρκαρίστηκα | θα διπλοπαρκαριστώ | να διπλοπαρκαριστώ | διπλοπαρκαριστεί | ||
β' ενικ. | διπλοπαρκαρίστηκες | θα διπλοπαρκαριστείς | να διπλοπαρκαριστείς | διπλοπαρκαρίσου | ||
γ' ενικ. | διπλοπαρκαρίστηκε | θα διπλοπαρκαριστεί | να διπλοπαρκαριστεί | |||
α' πληθ. | διπλοπαρκαριστήκαμε | θα διπλοπαρκαριστούμε | να διπλοπαρκαριστούμε | |||
β' πληθ. | διπλοπαρκαριστήκατε | θα διπλοπαρκαριστείτε | να διπλοπαρκαριστείτε | διπλοπαρκαριστείτε | ||
γ' πληθ. | διπλοπαρκαρίστηκαν διπλοπαρκαριστήκαν(ε) |
θα διπλοπαρκαριστούν(ε) | να διπλοπαρκαριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διπλοπαρκαριστεί | είχα διπλοπαρκαριστεί | θα έχω διπλοπαρκαριστεί | να έχω διπλοπαρκαριστεί | διπλοπαρκαρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διπλοπαρκαριστεί | είχες διπλοπαρκαριστεί | θα έχεις διπλοπαρκαριστεί | να έχεις διπλοπαρκαριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διπλοπαρκαριστεί | είχε διπλοπαρκαριστεί | θα έχει διπλοπαρκαριστεί | να έχει διπλοπαρκαριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διπλοπαρκαριστεί | είχαμε διπλοπαρκαριστεί | θα έχουμε διπλοπαρκαριστεί | να έχουμε διπλοπαρκαριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διπλοπαρκαριστεί | είχατε διπλοπαρκαριστεί | θα έχετε διπλοπαρκαριστεί | να έχετε διπλοπαρκαριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διπλοπαρκαριστεί | είχαν διπλοπαρκαριστεί | θα έχουν διπλοπαρκαριστεί | να έχουν διπλοπαρκαριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διπλοπαρκαρισμένος - είμαστε, είστε, είναι διπλοπαρκαρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διπλοπαρκαρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διπλοπαρκαρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διπλοπαρκαρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διπλοπαρκαρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διπλοπαρκαρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διπλοπαρκαρισμένοι |