Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιπλέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιπλέω. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + πλέω

  Ρήμα επεξεργασία

περιπλέω, πρτ.: περιέπλεα, αόρ.: περιέπλευσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. πλέω γύρω από ξηρά
  2. (+ ατιατιατική) περιοδεύω πλέοντας κοντά στην ακτή
    ο στόλος περιέπλευσε την ασιατική ακτή φτάνοντας στα Δαρδανέλια

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιπλέω < περι- + πλέω

  Ρήμα επεξεργασία

περιπλέω

  • (+ αιτιατική) περιπλέω ή κολυμπάω γύρω γύρω από ακτή

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

διαφορετικά:

  Πηγές επεξεργασία