περιπλέω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιπλέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιπλέω. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + πλέω
Ρήμα
επεξεργασίαπεριπλέω, πρτ.: περιέπλεα, αόρ.: περιέπλευσα (χωρίς παθητική φωνή)
- πλέω γύρω από ξηρά
- (+ ατιατιατική) περιοδεύω πλέοντας κοντά στην ακτή
- ο στόλος περιέπλευσε την ασιατική ακτή φτάνοντας στα Δαρδανέλια
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπεριπλέω
- (+ αιτιατική) περιπλέω ή κολυμπάω γύρω γύρω από ακτή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαδιαφορετικά:
- περίπλεως (γεμάτος)
Πηγές
επεξεργασία- περιπλέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περιπλέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.