Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περίπλους οι περίπλοι
      γενική του περίπλου των περίπλων
    αιτιατική τον περίπλου τους περίπλους
     κλητική περίπλου περίπλοι
Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίπλους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίπλους < περί + πλοῦς. Συγχρονικά αναλύεται σε περί- + πλους

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περίπλους αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περίπλοος > περίπλους οἱ περίπλοοι   > περίπλοι
      γενική τοῦ περιπλόου > περίπλου τῶν περιπλόων > περίπλων
      δοτική τῷ περιπλό   > περίπλ τοῖς περιπλόοις > περίπλοις
    αιτιατική τὸν περίπλοον > περίπλουν τοὺς περιπλόους > περίπλους
     κλητική ! περίπλοε   > περίπλου περίπλοοι   > περίπλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιπλόω   > περίπλω
γεν-δοτ τοῖν  περιπλόοιν > περίπλοιν
2η κλίση, ομάδα 'περίπλοος περίπλους', Κατηγορία 'περίπλους' όπως «περίπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίπλους < συνηρημένος τύπος του περίπλοος < περιπλέω (και ιωνικός τύπος  περιπλώω) περί- + πλέω (διάφορης ετυμολογίας από περίπλεως και περίπλεος + πλέως, ο κατάμεστος και περιττός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περίπλους

  1. (ναυτικός όρος) ο περίπλους
  2. (λογοτεχνία) αφήγηση σχετικά με θαλάσσιο ταξίδι

  Πηγές επεξεργασία