περίπλους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίπλους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίπλους < περί + πλοῦς. Συγχρονικά αναλύεται σε περί- + πλους
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίπλους αρσενικό
- (ναυτικός όρος) θαλάσσιο ταξίδι γύρω από νησί, χερσόνησο ή ήπειρο, ναυτική περιήγηση κυρίως κοντά στις ακτές
- ⮡ Στις 5 Σεπτεμβρίου 1522 ολοκληρώθηκε ο πρώτος περίπλους της Γης.
- ⮡ Αρκετά πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων προτιμούν τον περίπλου της Αφρικής για να αποφύγουν τη διώρυγα του Σουέζ.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περίπλους
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | περίπλοος > περίπλους | οἱ | περίπλοοι > περίπλοι |
γενική | τοῦ | περιπλόου > περίπλου | τῶν | περιπλόων > περίπλων |
δοτική | τῷ | περιπλόῳ > περίπλῳ | τοῖς | περιπλόοις > περίπλοις |
αιτιατική | τὸν | περίπλοον > περίπλουν | τοὺς | περιπλόους > περίπλους |
κλητική ὦ! | περίπλοε > περίπλου | περίπλοοι > περίπλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιπλόω > περίπλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | περιπλόοιν > περίπλοιν | ||
2η κλίση, ομάδα 'περίπλοος περίπλους', Κατηγορία 'περίπλους' όπως «περίπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περίπλους < συνηρημένος τύπος του περίπλοος < περιπλέω (και ιωνικός τύπος περιπλώω) περί- + πλέω (διάφορης ετυμολογίας από περίπλεως και περίπλεος + πλέως, ο κατάμεστος και περιττός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίπλους
- (ναυτικός όρος) ο περίπλους
- (λογοτεχνία) αφήγηση σχετικά με θαλάσσιο ταξίδι
Πηγές
επεξεργασία- περίπλους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περίπλους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.