Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάμεστος η κατάμεστη το κατάμεστο
      γενική του κατάμεστου της κατάμεστης του κατάμεστου
    αιτιατική τον κατάμεστο την κατάμεστη το κατάμεστο
     κλητική κατάμεστε κατάμεστη κατάμεστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάμεστοι οι κατάμεστες τα κατάμεστα
      γενική των κατάμεστων των κατάμεστων των κατάμεστων
    αιτιατική τους κατάμεστους τις κατάμεστες τα κατάμεστα
     κλητική κατάμεστοι κατάμεστες κατάμεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάμεστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάμεστος. Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + μεστός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈta.me.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐με‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

κατάμεστος, -η, -ο

  • τελείως γεμάτος, υπερπλήρης (από πρόσωπα ή πράγματα)
    το ακροατήριο στην κατάμεστη αίθουσα άρχισε να χειροκροτάει

  Μεταφράσεις επεξεργασία