συμπλέω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπλέω < αρχαία ελληνική συμπλέω < σύν + πλέω
Ρήμα
επεξεργασίασυμπλέω
- (κυριολεκτικά) (για πλοίο) πλέω προς την ίδια κατεύθυνση μαζί με άλλο πλοίο
- (μεταφορικά) συμφωνώ, έχω την ίδια γνώμη ή απόψεις