πλεύσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλεύσιμος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πλεύσιμος. Αναλύεται σε πλευσ- (πλέω) + -ιμος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈplef.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλεύ‐σι‐μος
Επίθετο
επεξεργασία
πλεύσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να τον διαπλεύσει κανείς
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλεύσιμος
|
Πηγές
επεξεργασία
- πλεύσιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- πλεύσιμος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)