πλευστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλευστός | η | πλευστή | το | πλευστό |
γενική | του | πλευστού | της | πλευστής | του | πλευστού |
αιτιατική | τον | πλευστό | την | πλευστή | το | πλευστό |
κλητική | πλευστέ | πλευστή | πλευστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλευστοί | οι | πλευστές | τα | πλευστά |
γενική | των | πλευστών | των | πλευστών | των | πλευστών |
αιτιατική | τους | πλευστούς | τις | πλευστές | τα | πλευστά |
κλητική | πλευστοί | πλευστές | πλευστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλευστός < (πλέω), πλευσ- + -τός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική navibagle [1][2] Δείτε και το μεσαιωνικό πλευστός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /plefˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλευ‐στός
Επίθετο επεξεργασία
πλευστός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις πλεύση και πλέω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πλευστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «πλέω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις πλεῦσις και πλέω
Πηγές επεξεργασία
- πλευστός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)