πλεῦσις
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλεῦσις < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πλεῦσις
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλεῦσις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- πλεῦσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλεῦσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πλέω < *πλέϜ-ω + -σις[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλεῦσις, -εως
- η πλεύση
Συγγενικά
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ «πλέω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- πλεῦσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.