δυσπαράπλευστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσπαράπλευστος < δυσ- + παράπλευστος
Επίθετο επεξεργασία
δυσπαράπλευστος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος) αυτός που δεν παραπλέεται εγγύτατα με ασφάλεια, λόγω φυσικών κινδύνων, π.χ. αβαθή, ξέρες, ύφαλοι, ρεύματα κ.λπ.
Αντώνυμα επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- χρήση γίνεται περισσότερο για στενά, διαύλους, νησιά, ακρωτήρια κ.λπ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσπαράπλευστος
|