παράπλευστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παράπλευστος < παρά(πλους) + πλευστός
Επίθετο
επεξεργασίαπαράπλευστος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος) αυτός που παραπλέεται εγγύτατα με ασφάλεια, χωρίς φυσικούς κινδύνους, π.χ. ξέρες, υφάλους, ρεύματα κ.λπ.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- χρήση γίνεται περισσότερο για στενά, διαύλους, νησιά, ακρωτήρια κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία παράπλευστος
|