παράπλους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παράπλους | οι | παράπλοι |
γενική | του | παράπλου | των | παράπλων |
αιτιατική | τον | παράπλου & παράπλουν |
τους | παράπλους |
κλητική | παράπλου | παράπλοι | ||
Ο τύπος της αιτιατικής ενικού σε -ουν, από την αρχαία κλίση. | ||||
Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παράπλους αρσενικό
- (ναυτικός όρος) ο πλους γύρω από κάποια περιοχή, συνηθέστερα ξηράς, π.χ. χερσόνησο, νήσο, αρχιπέλαγο ή ακόμα και ήπειρο