ἰνδικοπλεύστης
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἰνδικοπλεύστης αρσενικό
- (σε κώδικα) άλλη μορφή του ἰνδικοπλάστης: βαφέας
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- ἰνδικοπλεύστης, λέξη του 6ου αιώνα < Ἰνδικ(ός) (εννοείται: ὠκεανός) + -ο- + (πλέω) πλευσ- + -της • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; [1][2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἰνδικοπλεύστης αρσενικό
- άτομο που έχει πλεύσει στον Ινδικό Ωκεανό
- προσωνύμιο του εμπόρου και μοναχού Κοσμά του Ινδικοπλεύστη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
επεξεργασία- ἰνδικοπλεύστης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.