Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰνδικοπλεύστης οἱ ἰνδικοπλεῦσται
      γενική τοῦ ἰνδικοπλεύστου τῶν ἰνδικοπλευστῶν
      δοτική τῷ ἰνδικοπλεύστ τοῖς ἰνδικοπλεύσταις
    αιτιατική τὸν ἰνδικοπλεύστην τοὺς ἰνδικοπλεύστᾱς
     κλητική ! ἰνδικοπλεῦστ ἰνδικοπλεῦσται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰνδικοπλεύστ
γεν-δοτ τοῖν  ἰνδικοπλεύσταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ἰνδικοπλεύστης < Ἰνδικὸν (το λουλάκι) < Ἰνδικός (επίθετο),

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἰνδικοπλεύστης αρσενικό

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ἰνδικοπλεύστης, λέξη του 6ου αιώνα < Ἰνδικ(ός) (εννοείται: ὠκεανός) + -ο- + (πλέω) πλευσ- + -της • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  [1][2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἰνδικοπλεύστης αρσενικό

  1. άτομο που έχει πλεύσει στον Ινδικό Ωκεανό
  2. προσωνύμιο του εμπόρου και μοναχού Κοσμά του Ινδικοπλεύστη

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .