Δείτε επίσης: Ὠκεανός, ωκεανός, Ωκεανός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὠκεανός οἱ ὠκεανοί
      γενική τοῦ ὠκεανοῦ τῶν ὠκεανῶν
      δοτική τῷ ὠκεαν τοῖς ὠκεανοῖς
    αιτιατική τὸν ὠκεανόν τοὺς ὠκεανούς
     κλητική ! ὠκεανέ ὠκεανοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠκεανώ
γεν-δοτ τοῖν  ὠκεανοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠκεανός < Ὠκεανός άγνωστης ετυμολογίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὠκεανός αρσενικό

  1. για τη γεωγραφία → δείτε Ὠκεανός
  2. για τη μυθολογία → δείτε Ὠκεανός
  3. (ελληνιστική σημασία)
    1. (μεταφορικά) κάτι εξαιρετικά πλούσιο, σε μεγάλη ποσότητα, πολύ μεγάλο σε έκταση
      ὠκεανός χρημάτων
    2. (στην κλητική, ως επιφώνημα ὠκεανέ!) συγχαρητήρια, μπράβο (αρχικά, ως υπερβολή περιγραφής του Νείλου)

  Πηγές επεξεργασία