Δείτε επίσης: ὠκεανός, Ωκεανός, ωκεανός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ὠκεανός οἱ Ὠκεανοί
      γενική τοῦ Ὠκεανοῦ τῶν Ὠκεανῶν
      δοτική τῷ Ὠκεαν τοῖς Ὠκεανοῖς
    αιτιατική τὸν Ὠκεανόν τοὺς Ὠκεανούς
     κλητική ! Ὠκεανέ Ὠκεανοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ὠκεανώ
γεν-δοτ τοῖν  Ὠκεανοῖν
Το θεωνύμιο, στον ενικό. Ο πληθυντικός, ελληνιστικός.
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ο «ωκεανός» σε χάρτη που απεικονίζει τον κόσμο σύμφωνα με τις αντιλήψεις του στωικού φιλόσοφου Ποσειδώνιου.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ὠκεανός < αβέβαιης ετυμολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ὠκεανός αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) ο γιος του Ουρανού και της Ρέας
  2. ανδρικό όνομα
  3. (γεωγραφία)
    1. (αρχικά) η υδάτινη περίμετρος της γης με τη μορφή ποταμού
    2. (ελληνιστική σημασία) η λέξη πήρε τη σημερινή έννοια, της αχανούς θαλάσσιας περιοχής, προσδιοριζόμενης ως «εξωτερικής» θάλασσας που περιέβρεχε όλη τη γη σε αντιδιαστολή προς την «εσωτερική», τη Μεσόγειο
      ⮡  Ὠκεάνω γᾶς τ᾽ ἀπὺ περράτων
      ⮡  τὴν Εὐρώπην καὶ τὴν Ἀσίαν καὶ τὴν Λιβύην νήσους εἶναι ἃς περιρρεῖν κύκλῳ τὸν Ὠκεανόν (Χρειάζεται στοιχεία)
      και στον πληθυντικό, και με πεζό αρχικό γράμμα: @scaife.perseus
  4. για προφορικές και μεταφορικές εκφράσεις → δείτε ὠκεανός