Ρέα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ρέα | οι | Ρέες |
γενική | της | Ρέας | — | |
αιτιατική | τη | Ρέα | τις | Ρέες |
κλητική | Ρέα | Ρέες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Ρέα < αρχαία ελληνική Ῥέα και Ῥείη
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ρέα θηλυκό
- (μυθολογία) κόρη του Ουρανού και της Γης, σύζυγος του Κρόνου, μητέρα του Δία
- γυναικείο όνομα
- (αστρονομία) δορυφόρος του Κρόνου