δορυφόρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δορυφόρος < αρχαία ελληνική δορυφόρος < δόρυ + φέρω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðo.ɾiˈfo.ɾos/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δορυφόρος αρσενικό
- (ιστορία) που κρατά δόρυ, φρουρός ενός αξιωματούχου
- (αστρονομία) ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη
- η Σελήνη είναι ο φυσικός δορυφόρος της Γης
- ο τεχνητός δορυφόρος
- η χώρα μας έθεσε σε τροχιά τον τηλεπικοινωνιακό δορυφόρο HELLAS-SAT
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κράτος δορυφόρος: χώρα που εξαρτάται από κάποια ισχυρή δύναμη και ακολουθεί τις πολιτικές και στρατιωτικές επιλογές της
Επεξεργασία
- αντιδορυφορικός
- δορυφορικά
- δορυφορικός
- δορυφοροποίηση
- δορυφοροποιούμαι
- δορυφοροποιημένος
- δορυφοροποιώ
- δορυφορώ
- → δείτε τις λέξεις δόρυ και φέρω
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- δορυφόρος στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αστρονομικός όρος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ δορυφόρος | τὸ δορυφόρον | οἱ, αἱ δορυφόροι | τὰ δορυφόρα |
Γενική | τοῦ, τῆς δορυφόρου | τοῦ δορυφόρου | τῶν δορυφόρων | τῶν δορυφόρων |
Δοτική | τῷ, τῇ δορυφόρῳ | τῷ δορυφόρῳ | τοῖς, ταῖς δορυφόροις | τοῖς δορυφόροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν δορυφόρον | τὸ δορυφόρον | τοὺς, τὰς δορυφόρους | τὰ δορυφόρα |
Κλητική | δορυφόρε | δορυφόρον | δορυφόροι | δορυφόρα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δορυφόρω | |||
Γενική-Δοτική | δορυφόροιν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
δορυφόρος < δόρυ + -φόρος (< φέρω)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δορυφόρος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δορυφόρος
- (ειδικότερα) σωματοφύλακας
- (για τη ρωμαϊκή κοινότητα) πραιτωριανός
- (μεταφορικά) που εξυπηρετεί τυφλά