πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δορυφόρος οι δορυφόροι
      γενική του δορυφόρου των δορυφόρων
    αιτιατική τον δορυφόρο τους δορυφόρους
     κλητική δορυφόρε δορυφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δορυφόρος αρσενικό

  1. (αστρονομία) ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη
      η Σελήνη είναι ο φυσικός δορυφόρος της Γης
  2. ο τεχνητός δορυφόρος
      η χώρα μας έθεσε σε τροχιά τον τηλεπικοινωνιακό δορυφόρο HELLAS-SAT
  3. (μεταφορικά)
    1. (πολεοδομία)  δείτε τον όρο πόλη δορυφόρος
    2. (για κράτος, μειωτικό) → δείτε τον όρο κράτος δορυφόρος
  4. (ιστορία) που κρατά δόρυ, φρουρός ενός αξιωματούχου

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δορυφόρος τὸ δορυφόρον
      γενική τοῦ/τῆς δορυφόρου τοῦ δορυφόρου
      δοτική τῷ/τῇ δορυφόρ τῷ δορυφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν δορυφόρον τὸ δορυφόρον
     κλητική ! δορυφόρε δορυφόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δορυφόροι τὰ δορυφόρ
      γενική τῶν δορυφόρων τῶν δορυφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς δορυφόροις τοῖς δορυφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δορυφόρους τὰ δορυφόρ
     κλητική ! δορυφόροι δορυφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δορυφόρω τὼ δορυφόρω
      γεν-δοτ τοῖν δορυφόροιν τοῖν δορυφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

δορυφόρος < δόρυ + -φόρος (φέρω)

δορυφόρος, -ος, -ον

Ουσιαστικό

επεξεργασία