τεχνητός δορυφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
τεχνητός δορυφόρος αρσενικό
- συσκευή που τίθεται σε τροχιά γύρω από τη Γη για να εξυπηρετήσει επιστημονικούς, στρατιωτικούς και τηλεπικοινωνιακούς σκοπούς
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεχνητός δορυφόρος