τηλεπικοινωνιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηλεπικοινωνιακός < τηλεπικοινωνία
Επίθετο
επεξεργασίατηλεπικοινωνιακός
- που αφορά την τηλεπικοινωνία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τηλεπικοινωνιακός
Ετυμολογία
επεξεργασία- τηλεπικοινωνιακός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατηλεπικοινωνιακός αρσενικό
- (τεχνολογία, επάγγελμα) επαγγελματίας που ασχολείται με τις τηλεπικοινωνίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλεπικοινωνιακός