Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τηλεπικοινωνιακός η τηλεπικοινωνιακή το τηλεπικοινωνιακό
      γενική του τηλεπικοινωνιακού της τηλεπικοινωνιακής του τηλεπικοινωνιακού
    αιτιατική τον τηλεπικοινωνιακό την τηλεπικοινωνιακή το τηλεπικοινωνιακό
     κλητική τηλεπικοινωνιακέ τηλεπικοινωνιακή τηλεπικοινωνιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τηλεπικοινωνιακοί οι τηλεπικοινωνιακές τα τηλεπικοινωνιακά
      γενική των τηλεπικοινωνιακών των τηλεπικοινωνιακών των τηλεπικοινωνιακών
    αιτιατική τους τηλεπικοινωνιακούς τις τηλεπικοινωνιακές τα τηλεπικοινωνιακά
     κλητική τηλεπικοινωνιακοί τηλεπικοινωνιακές τηλεπικοινωνιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεπικοινωνιακός < τηλεπικοινωνία

  Επίθετο επεξεργασία

τηλεπικοινωνιακός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεπικοινωνιακός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεπικοινωνιακός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία