τηλεπικοινωνία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τηλεπικοινωνία < τηλ- + επικοινωνία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική télécommunication
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τηλεπικοινωνία θηλυκό
- μεταφορά πληροφοριών σε απόσταση με ηλεκτρική, ηλεκτρομαγνητική, ραδιοηλεκτρική, ή οπτική μέθοδο
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τηλεπικοινωνία