Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραδιοηλεκτρικός η ραδιοηλεκτρική το ραδιοηλεκτρικό
      γενική του ραδιοηλεκτρικού της ραδιοηλεκτρικής του ραδιοηλεκτρικού
    αιτιατική τον ραδιοηλεκτρικό τη ραδιοηλεκτρική το ραδιοηλεκτρικό
     κλητική ραδιοηλεκτρικέ ραδιοηλεκτρική ραδιοηλεκτρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραδιοηλεκτρικοί οι ραδιοηλεκτρικές τα ραδιοηλεκτρικά
      γενική των ραδιοηλεκτρικών των ραδιοηλεκτρικών των ραδιοηλεκτρικών
    αιτιατική τους ραδιοηλεκτρικούς τις ραδιοηλεκτρικές τα ραδιοηλεκτρικά
     κλητική ραδιοηλεκτρικοί ραδιοηλεκτρικές ραδιοηλεκτρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραδιοηλεκτρικός < ραδιοηλεκτρισμός

  Επίθετο επεξεργασία

ραδιοηλεκτρικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία