ραδιοηλεκτρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραδιοηλεκτρισμός < ραδιο- + ηλεκτρισμός[1] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική radioélectricité[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραδιοηλεκτρισμός αρσενικό
- (φυσική) τεχνολογία που σχετίζεται στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση πληροφοριών μέσω ραδιοκυμάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραδιοηλεκτρισμός
- ↑ ραδιοηλεκτρισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ραδιοηλεκτρισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)