Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραδιοκύμα τα ραδιοκύματα
      γενική του ραδιοκύματος των ραδιοκυμάτων
    αιτιατική το ραδιοκύμα τα ραδιοκύματα
     κλητική ραδιοκύμα ραδιοκύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραδιοκύμα < ραδιο- + κύμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική radiowave)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραδιοκύμα ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία