Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

telecommunication < (άμεσο δάνειο) γαλλική télécommunication (tele- + communication) (μαρτυρείται από το 1932)[1]

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
telecommunication telecommunications

telecommunication (en)

  Αναφορές Επεξεργασία

  1. telecommunication - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)