Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεπληροφορική οι τηλεπληροφορικές
      γενική της τηλεπληροφορικής των τηλεπληροφορικών
    αιτιατική την τηλεπληροφορική τις τηλεπληροφορικές
     κλητική τηλεπληροφορική τηλεπληροφορικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεπληροφορική < τηλε(πικοινωνές) πληροφορική < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική télématique

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεπληροφορική θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. από αναζήτηση «τηλεματική» ή «τηλεπληροφορική» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.