τηλεπληροφορική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τηλεπληροφορική < τηλε(πικοινωνές) πληροφορική < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική télématique
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τηλεπληροφορική θηλυκό
- (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) telematics: βλ. συνώνυμο τηλεματική[1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τηλεπληροφορική
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ από αναζήτηση «τηλεματική» ή «τηλεπληροφορική» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.