δορυφορικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðo.ɾi.fo.ɾiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
δορυφορικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με δορυφόρο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (μεταφορικά) περιφερειακός, εξαρτημένος
Συγγενικά επεξεργασία
- δορυφορικά
- → δείτε τις λέξεις δορυφόρος, δόρυ και φέρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
δορυφορικός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δορυφορικός, -ή, -όν
- που έχει σχέση με τη φρουρά (με φρουρούς που φέρουν δόρυ), ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ελληνιστική κοινή) που ανήκει στο σώμα των πραιτοριανών
- (ουσιαστικοποιημένο) δορυφορικόν: η φρουρά, η σωματοφυλακή