Δείτε επίσης: Ωκεανός, ὠκεανός, Ὠκεανός, Κατηγορία:Ωκεανοί
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωκεανός οι ωκεανοί
      γενική του ωκεανού των ωκεανών
    αιτιατική τον ωκεανό τους ωκεανούς
     κλητική ωκεανέ ωκεανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ωκεανοί καλύπτουν σχεδόν τα τρία τέταρτα (71%) της επιφάνειας της Γης.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωκεανός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὠκεανός (εξωτερική θάλασσα) και Ὠκεανός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ce.aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐κε‐α‐νός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωκεανός αρσενικό

  1. (γεωγραφία) μεγάλη θαλάσσια έκταση που χωρίζει ηπείρους μεταξύ τους και καλύπτει μεγάλο μέρος της υδρογείου.
    Ατλαντικός, Ειρηνικός, Ινδικός, Αρκτικός ωκεανός
  2. (στην αρχαιότητα) μεγάλο ποτάμι που, σύμφωνα με την αντίληψη των αρχαίων, περιέβρεχε όλη τη γη
  3. (μεταφορικά) κάτι απέραντο
    ωκεανός σοφίας και γνώσεως

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία