Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ωκεανία οι Ωκεανίες
      γενική της Ωκεανίας των Ωκεανιών
    αιτιατική την Ωκεανία τις Ωκεανίες
     κλητική Ωκεανία Ωκεανίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Περιοχές εντός της Ωκεανίας.

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Ωκεανία < (άμεσο δάνειο) γαλλική Océanie < αρχαία ελληνική Ὠκεανός, επινοημένη γύρω στο 1812 από τον γεωγράφο Κόνραντ Μάλτε-Μπραν

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ce.aˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ω‐κε‐α‐νί‐α

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Ωκεανία θηλυκό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία