Ωκεανία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ωκεανία | οι | Ωκεανίες |
γενική | της | Ωκεανίας | των | Ωκεανιών |
αιτιατική | την | Ωκεανία | τις | Ωκεανίες |
κλητική | Ωκεανία | Ωκεανίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Ωκεανία < (άμεσο δάνειο) γαλλική Océanie < αρχαία ελληνική Ὠκεανός, επινοημένη γύρω στο 1812 από τον γεωγράφο Κόνραντ Μάλτε-Μπραν
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.ce.aˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ω‐κε‐α‐νί‐α
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ωκεανία θηλυκό
- μία από τις ηπείρους, μεταξύ Ινδικού και Ειρηνικού Ωκεανού· αποτελείται από την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και άλλα μικρότερα νησιά
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Ωκεανία στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ωκεανία
|