ασαμικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ασαμικά | ||
γενική | των | ασαμικών | ||
αιτιατική | τα | ασαμικά | ||
κλητική | ασαμικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασαμικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ασαμικός στον πληθυντικό < Ασάμ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασαμικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κωδικός: as