ήπειρος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ήπειρος | οι | ήπειροι |
γενική | της | ηπείρου | των | ηπείρων |
αιτιατική | την | ήπειρο | τις | ηπείρους |
κλητική | ήπειρε (ήπειρο) |
ήπειροι | ||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ήπειρος < αρχαία ελληνική ἤπειρος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.pi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ή‐πει‐ρος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ήπειρος θηλυκό
- (γεωγραφία) μεγάλη επιφάνεια ξηράς σε αντιπαραβολή με νησιωτική ή παραθαλάσσια περιοχή
- (ειδικότερα, γεωγραφία) γεωγραφικός όρος που αναφέρεται στις περιοχές στις οποίες διαιρείται γεωγραφικά η γη
- ↪ σε όλα τα μοντέλα η Ωκεανία θεωρείται ξεχωριστή ήπειρος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (στις, σε) πέντε ηπείρους: σε όλη τη Γη
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
→ δείτε τη λέξη ξηρά
διαμέρισμα της γήινης επιφάνειας